Δείτε επίσης: ἐφορία, ἐφορεία, ευφορία, εφορία, εφορεία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐφορί αἱ εὐφορίαι
      γενική τῆς εὐφορίᾱς τῶν εὐφοριῶν
      δοτική τῇ εὐφορί ταῖς εὐφορίαις
    αιτιατική τὴν εὐφορίᾱν τὰς εὐφορίᾱς
     κλητική ! εὐφορί εὐφορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐφορί
γεν-δοτ τοῖν  εὐφορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐφορία < εὔφορος + -ία < εὖ + φέρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐφορία θηλυκό

  1. ευφορία, ικανοποίηση
  2. ευφορία, γονιμότητα, ικανότητα για μεγάλη παραγωγή
  3. (στον χορό) χάρη

  Πηγές επεξεργασία