ἐφορία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐφορίᾱ | αἱ | ἐφορίαι |
γενική | τῆς | ἐφορίᾱς | τῶν | ἐφοριῶν |
δοτική | τῇ | ἐφορίᾳ | ταῖς | ἐφορίαις |
αιτιατική | τὴν | ἐφορίᾱν | τὰς | ἐφορίᾱς |
κλητική ὦ! | ἐφορίᾱ | ἐφορίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφορίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐφορίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐφορία θηλυκό