ἐφορεία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐφορείᾱ | αἱ | ἐφορεῖαι |
γενική | τῆς | ἐφορείᾱς | τῶν | ἐφορειῶν |
δοτική | τῇ | ἐφορείᾳ | ταῖς | ἐφορείαις |
αιτιατική | τὴν | ἐφορείᾱν | τὰς | ἐφορείᾱς |
κλητική ὦ! | ἐφορείᾱ | ἐφορεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφορείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐφορείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἐφορεία < ἐφορεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἐφορεία θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἐφορεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφορεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.