εφορεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφορεία | οι | εφορείες |
γενική | της | εφορείας | των | εφορειών |
αιτιατική | την | εφορεία | τις | εφορείες |
κλητική | εφορεία | εφορείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφορεία < αρχαία ελληνική ἐφορεία
Προφορά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεφορεία θηλυκό
- αρχή, υπηρεσία ή όργανο που έχει αρμοδιότητα να επιβλέπει κάποιον τομέα δραστηριότητας
- ↪ Για την υπόθεση πρέπει να απευθυνθείς στην αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων.
- ↪ Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων έχει αποστολή την προστασία των αρχαιοτήτων που βρίσκονται στη θάλασσα.
- ↪ Η εφορεία της Σχολής μας είναι επταμελής.