→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐφεγγής τὸ εὐφεγγές
      γενική τοῦ/τῆς εὐφεγγοῦς τοῦ εὐφεγγοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐφεγγεῖ τῷ εὐφεγγεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐφεγγ τὸ εὐφεγγές
     κλητική ! εὐφεγγές εὐφεγγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐφεγγεῖς τὰ εὐφεγγ
      γενική τῶν εὐφεγγῶν τῶν εὐφεγγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐφεγγέσ(ν) τοῖς εὐφεγγέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐφεγγεῖς τὰ εὐφεγγ
     κλητική ! εὐφεγγεῖς εὐφεγγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐφεγγεῖ τὼ εὐφεγγεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐφεγγοῖν τοῖν εὐφεγγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐφεγγής < εὖ + φέγγος

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐφεγγής, -ής, -ές

  • φωτεινός, λαμπρός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Επίνικοι, 9.29, @scaife.perseus
    νυκτὸς διχομήνιδος εὐφεγγὴς σελάνα·
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 387 (386-389)
    ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα | πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν, | πρῶτον μὲν † ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα | μολπηδὸν εὐφήμησεν,
    όταν όμως με τ᾽ άσπρα τ᾽ άτια της η μέρα | φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ᾽ όλο τον κόσμο, | μια πρώτ᾽ ακούστηκε απ᾽ το μέρος των Ελλήνων | βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 161e (161e-161f)
    ἅμα δὲ καθορῶν τὸν οὐρανὸν ἀστέρων περίπλεων καὶ τὴν σελήνην ἀνίσχουσαν εὐφεγγῆ καὶ καθαράν, ἑστώσης δὲ πάντῃ τῆς θαλάττης ἀκύμονος ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ, διανοεῖσθαι πρὸς αὑτὸν ὡς οὐκ ἔστιν εἷς ὁ τῆς Δίκης ὀφθαλμός, ἀλλὰ πᾶσι τούτοις ἐπισκοπεῖ κύκλῳ ὁ θεὸς τὰ πραττόμενα περὶ γῆν τε καὶ θάλατταν.
    Βλέποντας την ίδια στιγμή τον ουρανό γεμάτο από αστέρια, το φεγγάρι να ανατέλλει λαμπερό και καθαρό, και ενώ η θάλασσα έμενε ακύμαντη σε όλη της την έκταση, ένας δρόμος να ανοίγεται για την πορεία τους, σκεφτόταν μέσα του ότι το μάτι της Δικαιοσύνης δεν είναι μόνο ένα, αλλ᾽ ότι με όλα αυτά τα μάτια του ο θεός βλέπει γύρω τριγύρω όλα όσα γίνονται σε στεριά και θάλασσα.
    Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία