Δείτε επίσης: ευπραγία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐπραγί αἱ εὐπραγίαι
      γενική τῆς εὐπραγίᾱς τῶν εὐπραγιῶν
      δοτική τῇ εὐπραγί ταῖς εὐπραγίαις
    αιτιατική τὴν εὐπραγίᾱν τὰς εὐπραγίᾱς
     κλητική ! εὐπραγί εὐπραγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐπραγί
γεν-δοτ τοῖν  εὐπραγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐπραγία < εὔπρακτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐπρᾱγία θηλυκό

  1. ευτυχής έκβαση, επιτυχία, ευτυχία, ευημερία
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ρητορική, (1386b)
    τῷ γὰρ λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς ἀναξίαις κακοπραγίαις ἀντικείμενόν ἐστι τρόπον τινὰ καὶ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ἤθους τὸ λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς ἀναξίαις εὐπραγίαις.
    Πραγματικά, στο να λυπάται κανείς για όσα κακά υφίσταται ο άλλος χωρίς να το αξίζει, αντιτίθεται από κάποια άποψη το να λυπάται για τα καλά που συμβαίνουν στον άλλον χωρίς να το αξίζει.
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr
  2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία