Δείτε επίσης: ευδοκία, Ευδοκία, Εὐδοκία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐδοκί αἱ εὐδοκίαι
      γενική τῆς εὐδοκίᾱς τῶν εὐδοκιῶν
      δοτική τῇ εὐδοκί ταῖς εὐδοκίαις
    αιτιατική τὴν εὐδοκίᾱν τὰς εὐδοκίᾱς
     κλητική ! εὐδοκί εὐδοκίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐδοκί
γεν-δοτ τοῖν  εὐδοκίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐδοκία < εὐδοκέω + -ία < αρχαία ελληνική εὖ + δοκέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐδοκία θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) ευδοκία, καλή θέληση, εύνοια
  2. (ελληνιστική κοινή) επιδοκιμασία, επιβεβαίωση
  3. (ελληνιστική κοινή) ευχαρίστηση

  Πηγές επεξεργασία