εὐδοκέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εὐδοκέω < αρχαία ελληνική εὖ + δοκέω
Ρήμα
επεξεργασίαεὐδοκέω
- (ελληνιστική κοινή) ευχαριστιέμαι
- (ελληνιστική κοινή) αποφασίζω
- (ελληνιστική κοινή) επιδοκιμάζω, συναινώ
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εὐδοκέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐδοκέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.