Δείτε επίσης: εὐδοκία, ευδοκία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ev.ðoˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ευ‐δο‐κί‐α

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Ευδοκία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Εὐδοκία < ελληνιστική κοινή εὐδοκία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ευδοκία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Ευδοκία < γενική ενικού του αρσενικού Ευδοκίας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ευδοκία θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Ευδοκία αρσενικό