↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐαστής οἱ εὐασταί
      γενική τοῦ εὐαστοῦ τῶν εὐαστῶν
      δοτική τῷ εὐαστ τοῖς εὐασταῖς
    αιτιατική τὸν εὐαστήν τοὺς εὐαστᾱ́ς
     κλητική ! εὐαστᾰ́ εὐασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  εὐασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐαστής < εὐάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐαστής, -οῦ αρσενικό

  1. που βακχεύει, οργιαστής
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Σιληνοῦ Σατύρου Βακχῶν, θυμίαμα μάνναν, στιχ. 5 (1-5)
    Κλῦθί μευ, ὦ πολύσεμνε τροφός, Βάκχοιο τιθηνέ,
    Σιληνῶν ὄχ’ ἄριστε, τετιμένε πᾶσι θεοῖσι
    καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ τριετηρίσιν ὥραις,
    ἁγνοτελές, γεραρός, θιάσου νομίου τελετάρχα,
    εὐαστής, φιλάγρυπνε σὺν εὐζώνοισι τιθήναις,
  2. (για θρίαμβο) μικρός
    ※  1ος κε αιώνας Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 5.47.2 @scaife.perseus
    τὸ γὰρ πρῶτον εὐαστὴς οὔτως ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ἐλέγετο, ὡς αὐτός τʼ εἰκάζω καὶ ἐν πολλαῖς εὑρίσκω γραφαῖς ἐπιχωρίοις φερόμενον.
     συνώνυμα: λατινικά ovatio
  3. (ως προσωνύμιο του θεού Βάκχου)

Άλλες μορφές

επεξεργασία