βακχεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βακχεύω < αρχαία ελληνική βακχεύω < Βάκχος
Ρήμα
επεξεργασίαβακχεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βάκχος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βακχεύω | βάκχευα | θα βακχεύω | να βακχεύω | βακχεύοντας | |
β' ενικ. | βακχεύεις | βάκχευες | θα βακχεύεις | να βακχεύεις | βάκχευε | |
γ' ενικ. | βακχεύει | βάκχευε | θα βακχεύει | να βακχεύει | ||
α' πληθ. | βακχεύουμε | βακχεύαμε | θα βακχεύουμε | να βακχεύουμε | ||
β' πληθ. | βακχεύετε | βακχεύατε | θα βακχεύετε | να βακχεύετε | βακχεύετε | |
γ' πληθ. | βακχεύουν(ε) | βάκχευαν βακχεύαν(ε) |
θα βακχεύουν(ε) | να βακχεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάκχευσα | θα βακχεύσω | να βακχεύσω | βακχεύσει | ||
β' ενικ. | βάκχευσες | θα βακχεύσεις | να βακχεύσεις | βάκχευσε | ||
γ' ενικ. | βάκχευσε | θα βακχεύσει | να βακχεύσει | |||
α' πληθ. | βακχεύσαμε | θα βακχεύσουμε | να βακχεύσουμε | |||
β' πληθ. | βακχεύσατε | θα βακχεύσετε | να βακχεύσετε | βακχεύστε | ||
γ' πληθ. | βάκχευσαν βακχεύσαν(ε) |
θα βακχεύσουν(ε) | να βακχεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βακχεύσει | είχα βακχεύσει | θα έχω βακχεύσει | να έχω βακχεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις βακχεύσει | είχες βακχεύσει | θα έχεις βακχεύσει | να έχεις βακχεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει βακχεύσει | είχε βακχεύσει | θα έχει βακχεύσει | να έχει βακχεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βακχεύσει | είχαμε βακχεύσει | θα έχουμε βακχεύσει | να έχουμε βακχεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε βακχεύσει | είχατε βακχεύσει | θα έχετε βακχεύσει | να έχετε βακχεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βακχεύσει | είχαν βακχεύσει | θα έχουν βακχεύσει | να έχουν βακχεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βακχεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βακχεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βακχεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.