Ετυμολογία

επεξεργασία
βακχεύω < αρχαία ελληνική βακχεύω < Βάκχος

βακχεύω

  1. μετέχω σε βακχικές τελετές
  2. είμαι έμπλεος από βακχικό ενθουσιασμό και έκσταση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα