εύορκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύορκος | η | εύορκη | το | εύορκο |
γενική | του | εύορκου | της | εύορκης | του | εύορκου |
αιτιατική | τον | εύορκο | την | εύορκη | το | εύορκο |
κλητική | εύορκε | εύορκη | εύορκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύορκοι | οι | εύορκες | τα | εύορκα |
γενική | των | εύορκων | των | εύορκων | των | εύορκων |
αιτιατική | τους | εύορκους | τις | εύορκες | τα | εύορκα |
κλητική | εύορκοι | εύορκες | εύορκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εύορκος < αρχαία ελληνική εὔορκος
Επίθετο
επεξεργασίαεύορκος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εύορκος
|