εφόλκιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εφόλκιο | τα | εφόλκια |
γενική | του | εφολκίου & εφόλκιου |
των | εφολκίων |
αιτιατική | το | εφόλκιο | τα | εφόλκια |
κλητική | εφόλκιο | εφόλκια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφόλκιο < αρχαία ελληνική ἐφόλκιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈfol.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φόλ‐κι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφόλκιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μικρό σκάφος, το οποίο ρυμουλκείται πίσω από μεγαλύτερο
- ※ «Εις το όνομα του Κυρίου» κραυγάζει και με το ίδιο του το χέρι ανάβει το μπουρλότο και πηδάει στο εφόλκιο όπου βρίσκονται οι σύντροφοι του, και μέσα στο οποίο υπάρχει το γεμάτο δυναμίτιδα δοχείο, για να ανατιναχτούν σε περίπτωση που θα αποτύγχαναν.
- Δ. Γιακουμάκης, Κωνσταντίνος Κανάρης: Από τη θαλασσινή δράση στη γοητεία του Θρύλου, Ναυτική Επιθεώρηση
- ※ «Εις το όνομα του Κυρίου» κραυγάζει και με το ίδιο του το χέρι ανάβει το μπουρλότο και πηδάει στο εφόλκιο όπου βρίσκονται οι σύντροφοι του, και μέσα στο οποίο υπάρχει το γεμάτο δυναμίτιδα δοχείο, για να ανατιναχτούν σε περίπτωση που θα αποτύγχαναν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφόλκιο
|
Πηγές
επεξεργασία- εφόλκιο σελ.3158 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- εφόλκιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)