Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐφόλκιον τὰ ἐφόλκι
      γενική τοῦ ἐφολκίου τῶν ἐφολκίων
      δοτική τῷ ἐφολκί τοῖς ἐφολκίοις
    αιτιατική τὸ ἐφόλκιον τὰ ἐφόλκι
     κλητική ! ἐφόλκιον ἐφόλκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφολκίω
γεν-δοτ τοῖν  ἐφολκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐφόλκιον < ἐφέλκω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐφόλκιον ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) το εφόλκιο
  2. (συνεκδοχικά) το προσάρτημα

  Πηγές επεξεργασία