ἐφόλκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐφόλκιον | τὰ | ἐφόλκιᾰ |
γενική | τοῦ | ἐφολκίου | τῶν | ἐφολκίων |
δοτική | τῷ | ἐφολκίῳ | τοῖς | ἐφολκίοις |
αιτιατική | τὸ | ἐφόλκιον | τὰ | ἐφόλκιᾰ |
κλητική ὦ! | ἐφόλκιον | ἐφόλκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφολκίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐφολκίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐφόλκιον < ἐφέλκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐφόλκιον ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το εφόλκιο
- (συνεκδοχικά) το προσάρτημα
Πηγές
επεξεργασία- ἐφόλκιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφόλκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.