↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφοπλισμένος η εφοπλισμένη το εφοπλισμένο
      γενική του εφοπλισμένου της εφοπλισμένης του εφοπλισμένου
    αιτιατική τον εφοπλισμένο την εφοπλισμένη το εφοπλισμένο
     κλητική εφοπλισμένε εφοπλισμένη εφοπλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφοπλισμένοι οι εφοπλισμένες τα εφοπλισμένα
      γενική των εφοπλισμένων των εφοπλισμένων των εφοπλισμένων
    αιτιατική τους εφοπλισμένους τις εφοπλισμένες τα εφοπλισμένα
     κλητική εφοπλισμένοι εφοπλισμένες εφοπλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εφοπλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «εφοπλίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)