εφένδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εφένδης | οι | εφένδες |
γενική | του | εφένδη | των | εφενδών |
αιτιατική | τον | εφένδη | τους | εφένδες |
κλητική | εφένδη | εφένδες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφένδης < τουρκική efendi < μεσαιωνική ελληνική αφέντης (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική αὐθέντης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφένδης αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του εφέντης
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφένδης
|