Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευτελισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευτελισμέν
ος
η
ευτελισμέν
η
το
ευτελισμέν
ο
γενική
του
ευτελισμέν
ου
της
ευτελισμέν
ης
του
ευτελισμέν
ου
αιτιατική
τον
ευτελισμέν
ο
την
ευτελισμέν
η
το
ευτελισμέν
ο
κλητική
ευτελισμέν
ε
ευτελισμέν
η
ευτελισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευτελισμέν
οι
οι
ευτελισμέν
ες
τα
ευτελισμέν
α
γενική
των
ευτελισμέν
ων
των
ευτελισμέν
ων
των
ευτελισμέν
ων
αιτιατική
τους
ευτελισμέν
ους
τις
ευτελισμέν
ες
τα
ευτελισμέν
α
κλητική
ευτελισμέν
οι
ευτελισμέν
ες
ευτελισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ευτελισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ευτελίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευτελισμένος