↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευρωσκεπτικιστικός η ευρωσκεπτικιστική το ευρωσκεπτικιστικό
      γενική του ευρωσκεπτικιστικού της ευρωσκεπτικιστικής του ευρωσκεπτικιστικού
    αιτιατική τον ευρωσκεπτικιστικό την ευρωσκεπτικιστική το ευρωσκεπτικιστικό
     κλητική ευρωσκεπτικιστικέ ευρωσκεπτικιστική ευρωσκεπτικιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευρωσκεπτικιστικοί οι ευρωσκεπτικιστικές τα ευρωσκεπτικιστικά
      γενική των ευρωσκεπτικιστικών των ευρωσκεπτικιστικών των ευρωσκεπτικιστικών
    αιτιατική τους ευρωσκεπτικιστικούς τις ευρωσκεπτικιστικές τα ευρωσκεπτικιστικά
     κλητική ευρωσκεπτικιστικοί ευρωσκεπτικιστικές ευρωσκεπτικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευρωσκεπτικιστικός < ευρωσκεπτικιστής + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ευρωσκεπτικιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία