ευρυπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαευρυπρόσωπος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- ευρυπροσωπία
- → δείτε τις λέξεις ευρύς και πρόσωπο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευρυπρόσωπος
|
Δείτε επίσης : ευπρόσωπος |
ευρυπρόσωπος, -η, -ο
|