↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρυεκπομπή οι ευρυεκπομπές
      γενική της ευρυεκπομπής των ευρυεκπομπών
    αιτιατική την ευρυεκπομπή τις ευρυεκπομπές
     κλητική ευρυεκπομπή ευρυεκπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευρυεκπομπή < ευρυ- + εκπομπή, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική broadcasting

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.vɾi.ek.pomˈbi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ρυ‐εκ‐πο‐μπή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευρυεκπομπή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία