ευξείνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευξείνιος < αρχαία ελληνική εὔξεινος
Επίθετο επεξεργασία
ευξείνιος
- που έχει σχέση με τον Εύξεινο Πόντο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- παρευξείνιος
- → δείτε τις λέξεις Εύξεινος Πόντος, ευ και ξένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευξείνιος
|