Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευεργετημένος η ευεργετημένη το ευεργετημένο
      γενική του ευεργετημένου της ευεργετημένης του ευεργετημένου
    αιτιατική τον ευεργετημένο την ευεργετημένη το ευεργετημένο
     κλητική ευεργετημένε ευεργετημένη ευεργετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευεργετημένοι οι ευεργετημένες τα ευεργετημένα
      γενική των ευεργετημένων των ευεργετημένων των ευεργετημένων
    αιτιατική τους ευεργετημένους τις ευεργετημένες τα ευεργετημένα
     κλητική ευεργετημένοι ευεργετημένες ευεργετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευεργετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευεργετώ

  Μετοχή επεξεργασία

ευεργετημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ευεργετώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία