↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευεπίδεκτος η ευεπίδεκτη το ευεπίδεκτο
      γενική του ευεπίδεκτου της ευεπίδεκτης του ευεπίδεκτου
    αιτιατική τον ευεπίδεκτο την ευεπίδεκτη το ευεπίδεκτο
     κλητική ευεπίδεκτε ευεπίδεκτη ευεπίδεκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευεπίδεκτοι οι ευεπίδεκτες τα ευεπίδεκτα
      γενική των ευεπίδεκτων των ευεπίδεκτων των ευεπίδεκτων
    αιτιατική τους ευεπίδεκτους τις ευεπίδεκτες τα ευεπίδεκτα
     κλητική ευεπίδεκτοι ευεπίδεκτες ευεπίδεκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευεπίδεκτος < αρχαία ελληνική εὐεπίδεκτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευεπίδεκτος, -η, -ο

  1. (λόγιο) (παρωχημένο) που εύκολα δέχεται κάτι
    • Αλλ' ούτε φλογερών αισθημάτων ευεπίδεκτος είναι, ούτε την λατρείαν του Ρωμαίου προσδέχεται. (Δημήτριος Βικέλας, Σαικσπείρου Τραγωδίαι)
    • «Σαν άνθρωπος που ξεγέλαγε το σύστημα επί χρόνια...πρότεινα ειδικά μέτρα για να βελτιωθεί η συνολική αποτελεσματικότητα του προγράμματος» δήλωσε ο άνθρωπος που βρέθηκε στο επίκεντρο του μεγαλύτερου σκανδάλου ντόπινγκ και εκτίμησε ότι «θα υπάρξουν αποτελεσματικές αλλαγές προς όφελος του αθλητισμού,καθώς ο κ.Πάουντ ήταν ευεπίδεκτος στην εσωτερική πληροφόρηση». (εφημερίδα Το Βήμα, 14/12/2007)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία