εὐεπίδεκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐεπίδεκτος | τὸ εὐεπίδεκτον | οἱ, αἱ εὐεπίδεκτοι | τὰ εὐεπίδεκτα |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐεπιδέκτου | τοῦ εὐεπιδέκτου | τῶν εὐεπιδέκτων | τῶν εὐεπιδέκτων |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐεπιδέκτῳ | τῷ εὐεπιδέκτῳ | τοῖς, ταῖς εὐεπιδέκτοις | τοῖς εὐεπιδέκτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐεπίδεκτον | τὸ εὐεπίδεκτον | τοὺς, τὰς εὐεπιδέκτους | τὰ εὐεπίδεκτα |
Κλητική | εὐεπίδεκτε | εὐεπίδεκτον | εὐεπίδεκτοι | εὐεπίδεκτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐεπιδέκτω | |||
Γενική-Δοτική | εὐεπιδέκτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὐεπίδεκτος, -ος, -ον
- ευεπίδεκτος
- ὅπως βραχέντα εὐεπίδεκτα γένηται τῶν σφηνῶν. (Σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου, 88, 22)