ευγραμμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευγραμμία < ελληνιστική κοινή εὐγραμμία < εὔγραμμος < αρχαία ελληνική εὖ + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευγραμμία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευγραμμία
|
ευγραμμία θηλυκό
|