ευγηροϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευγηροϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: eugeroic < *eugrégorique / *eugregoric[1] < αρχαία ελληνική εὖ + ελληνιστική κοινή γρηγορικός < αρχαία ελληνική ἐγείρω
Επίθετο
επεξεργασίαευγηροϊκός
- (νεολογισμός) (φαρμακευτική) που αφορά φάρμακα ή ουσίες που συμβάλλουν στην εγρήγορση
- (νεολογισμός) (φαρμακευτική) ευγηροϊκό / ευγηροϊκά: το σχετικό φάρμακο ή ουσία
- ※ Αξίζει να σημειωθεί ότι μια νέα κατηγορία ψυχοδιεγερτικών αναφέρεται με την ονομασία ευγηροϊκά (eugeroics) φάρμακα. Σε αυτήν κατατάσσεται η μοδαφινίλη μαζί με την αδραφινίλη και την αμπακίνη. Τα ευγηροϊκά βοηθούν στην ομαλή και ισορροπημένη αφύπνιση και δεν φαίνεται να έχουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες των παλαιών ψυχοδιεγερτικών (π.χ. εθισμό κ.ά.). (Ιατρικά Νέα, τ. 46, 2012, σελ. 47)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Eugeroic στην αγγλική Βικιπαίδεια
- https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=365922.0