Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετεροκίνητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ετεροκίνητ
ος
η
ετεροκίνητ
η
το
ετεροκίνητ
ο
γενική
του
ετεροκίνητ
ου
της
ετεροκίνητ
ης
του
ετεροκίνητ
ου
αιτιατική
τον
ετεροκίνητ
ο
την
ετεροκίνητ
η
το
ετεροκίνητ
ο
κλητική
ετεροκίνητ
ε
ετεροκίνητ
η
ετεροκίνητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ετεροκίνητ
οι
οι
ετεροκίνητ
ες
τα
ετεροκίνητ
α
γενική
των
ετεροκίνητ
ων
των
ετεροκίνητ
ων
των
ετεροκίνητ
ων
αιτιατική
τους
ετεροκίνητ
ους
τις
ετεροκίνητ
ες
τα
ετεροκίνητ
α
κλητική
ετεροκίνητ
οι
ετεροκίνητ
ες
ετεροκίνητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ετεροκίνητος
<
ετερο-
+
-κίνητος
Επίθετο
επεξεργασία
ετεροκίνητος, -η, -ο
που δεν κινείται από μόνος του
βαλτός
, που ενεργεί κατ'εντολή τρίτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετεροκίνητος