↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσωκάρδιο τα εσωκάρδια
      γενική του εσωκαρδίου
εσωκάρδιου
των εσωκαρδίων
    αιτιατική το εσωκάρδιο τα εσωκάρδια
     κλητική εσωκάρδιο εσωκάρδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εσωκάρδιο < εσω- + καρδι(ά) + -ο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.soˈkaɾ.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σω‐κάρ‐δι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εσωκάρδιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.