πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσωκάρδιο τα εσωκάρδια
      γενική του εσωκαρδίου
& εσωκάρδιου
των εσωκαρδίων
    αιτιατική το εσωκάρδιο τα εσωκάρδια
     κλητική εσωκάρδιο εσωκάρδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εσωκάρδιο < εσω- + καρδι(ά) + -ο[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εσωκάρδιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.