σωκάρδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σωκάρδι | τα | σωκάρδια |
γενική | του | σωκαρδιού | των | σωκαρδιών |
αιτιατική | το | σωκάρδι | τα | σωκάρδια |
κλητική | σωκάρδι | σωκάρδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωκάρδι < → δείτε τη λέξη εσωκάρδιο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /soˈkaɾ.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐κάρ‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωκάρδι ουδέτερο
- (ενδυμασία) άλλη μορφή του εσωκάρδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωκάρδι
→ δείτε τη λέξη εσωκάρδιο |
Πηγές
επεξεργασία- σωκάρδι σελ.2991 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)