ερωτηματοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερωτηματοθέτης < ερώτημα + -ο- + -θέτης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interrogator)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερωτηματοθέτης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερωτηματοθέτης
|