ερυθροσταυρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερυθροσταυρικός < Ερυθρός Σταυρός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαερυθροσταυρικός
- που έχει σχέση με τον Ερυθρό Σταυρό, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις Ερυθρός Σταυρός, ερυθρός και σταυρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερυθροσταυρικός
|