↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επωμισμένος η επωμισμένη το επωμισμένο
      γενική του επωμισμένου της επωμισμένης του επωμισμένου
    αιτιατική τον επωμισμένο την επωμισμένη το επωμισμένο
     κλητική επωμισμένε επωμισμένη επωμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επωμισμένοι οι επωμισμένες τα επωμισμένα
      γενική των επωμισμένων των επωμισμένων των επωμισμένων
    αιτιατική τους επωμισμένους τις επωμισμένες τα επωμισμένα
     κλητική επωμισμένοι επωμισμένες επωμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επωμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επωμίζομαι

επωμισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επωμίζομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία