επωμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επωμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επωμίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεπωμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επωμίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία επωμισμένος
|
επωμισμένος, -η, -ο
|