Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επισωρευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επισωρευτικ
ός
η
επισωρευτικ
ή
το
επισωρευτικ
ό
γενική
του
επισωρευτικ
ού
της
επισωρευτικ
ής
του
επισωρευτικ
ού
αιτιατική
τον
επισωρευτικ
ό
την
επισωρευτικ
ή
το
επισωρευτικ
ό
κλητική
επισωρευτικ
έ
επισωρευτικ
ή
επισωρευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επισωρευτικ
οί
οι
επισωρευτικ
ές
τα
επισωρευτικ
ά
γενική
των
επισωρευτικ
ών
των
επισωρευτικ
ών
των
επισωρευτικ
ών
αιτιατική
τους
επισωρευτικ
ούς
τις
επισωρευτικ
ές
τα
επισωρευτικ
ά
κλητική
επισωρευτικ
οί
επισωρευτικ
ές
επισωρευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επισωρευτικός
<
επισωρεύω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
επισωρευτικός
που έχει
σχέση
με την
επισώρευση
, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
επισωρεύω
,
σωρεύω
και
σωρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επισωρευτικός