Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επισωρεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐπισωρεύω
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
επισωρεύω
<
ελληνιστική κοινή
ἐπισωρεύω
Ρήμα
επεξεργασία
επισωρεύω
(
λόγιο
)
συσσωρεύω
κάτι δίχως
τάξη
επάνω
σε κάτι άλλο
Συγγενικά
επεξεργασία
επισώρευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επισωρεύω
γαλλικά
:
entasser
(fr)
,
accumuler
(fr)