επιστημολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστημολογικός < επιστημολογία / επιστημολόγος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαεπιστημολογικός
- που έχει σχέση με την επιστημολογία ή τον επιστημολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επιστημολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιστημολογικός
|