Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιστήλιο τα επιστήλια
      γενική του επιστηλίου
επιστήλιου
των επιστηλίων
    αιτιατική το επιστήλιο τα επιστήλια
     κλητική επιστήλιο επιστήλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιστήλιο < επί + στήλη + -ιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιστήλιο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) κάθε τμήμα ιστού ή καταρτιού που φέρεται προοδευτικά προσδεμένο στη στήλη ιστού
    επειδή σε κάθε ιστιοφόρο φέρονται πολλά επιστήλια προς διάκριση μεταξύ τους λαμβάνουν την ονομασία του ιστίου (πανιού) που φέρει η κεραία εκάστου εξ αυτών, διαφέρουν δε μεταξύ τους σε διαστάσεις όπου και συνδέονται προοδευτικά σε φθίνουσα σειρά.
    ένας ιστός, ή κατάρτι πλοίου μπορεί να συγκροτείται και από πέντε επιστήλια, το ένα ύπερθεν του άλλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία