σπόλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σπόλια | ||
γενική | των | σπόλιων & σπολίων | ||
αιτιατική | τα | σπόλια | ||
κλητική | σπόλια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασπόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (αρχαιολογία) αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτιρίων που έχουν ενσωματωθεί σε νεότερα
- ※ Δίπλα, συνεχίζονται οι εργασίες αναστήλωσης του Παρθενώνα. Προς στιγμήν ξεχνιέμαι. Με συνεπαίρνει η υψηλή ποιότητα της αναστήλωσης, διακρίνω τα νέα κομμάτια του λευκού μαρμάρου που συμπληρώνουν τόσο περίτεχνα τα σπόλια που χάθηκαν και τώρα ξαναβρίσκουν τη θέση τους πάνω στους κίονες, στα επιστήλια, στα γείσα. (www.efsyn.gr, 12.04.2021)