↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σπόλια
      γενική των σπόλιων
σπολίων
    αιτιατική τα σπόλια
     κλητική σπόλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπόλια < αγγλική spolia < λατινική spolia, πληθυντικός αριθμός του spolium (λεία, λάφυρο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία