spolium
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- spolium < πρωτοϊταλική *spoli(o)- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spol(H)-i(o)-[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαspolium (la) ουδέτερο
- δέρμα / τομάρι ζώου
- (μεταφορικά) τα όπλα ή η πανοπλία που αφαιρούνται από ηττημένο εχθρό
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) λεία, λάφυρο
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spolium | spolia |
γενική | spoliī & spoli | spoliōrum |
δοτική | spoliō | spoliīs |
αιτιατική | spolium | spolia |
κλητική | spolium | spolia |
αφαιρετική | spoliō | spoliīs |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Michiel de Vaan, Etymological dictionary of Latin and the other Italic languages, εκδ. Brill, Leiden, Boston 2008, σελ. 581–582
Πηγές
επεξεργασία- spolium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.