↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισκοτισμένος η επισκοτισμένη το επισκοτισμένο
      γενική του επισκοτισμένου της επισκοτισμένης του επισκοτισμένου
    αιτιατική τον επισκοτισμένο την επισκοτισμένη το επισκοτισμένο
     κλητική επισκοτισμένε επισκοτισμένη επισκοτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισκοτισμένοι οι επισκοτισμένες τα επισκοτισμένα
      γενική των επισκοτισμένων των επισκοτισμένων των επισκοτισμένων
    αιτιατική τους επισκοτισμένους τις επισκοτισμένες τα επισκοτισμένα
     κλητική επισκοτισμένοι επισκοτισμένες επισκοτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επισκοτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επισκοτίζω

επισκοτισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επισκοτίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία