επιπεδογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιπεδογράφος < επίπεδ(ο) + -ο- + -γράφος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική planigraphe
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιπεδογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την επιπεδογραφία
Συγγενικά
επεξεργασία- επιπεδογραφία
- επιπεδογραφικός
- → δείτε τις λέξεις επίπεδος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιπεδογράφος