επιπεδογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιπεδογραφία < επιπεδογράφος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιπεδογραφία θηλυκό
- χαρτογραφική απεικόνιση ενός σφαιρικού σώματος σε επίπεδο
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιπεδογραφία
|