επινεμητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ne.mi.tiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαεπινεμητικός
- που έχει σχέση με την επινέμηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ επινεμητικές παρεμβάσεις του κράτους
- ※ επινεμητική δικαιοσύνη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επινεμητικός
|