Δείτε επίσης: ἐπινέμω, επιμένω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επινέμω < αρχαία ελληνική ἐπινέμω < ἐπί + νέμω

  Ρήμα επεξεργασία

επινέμω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία