επινέμω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επινέμω < αρχαία ελληνική ἐπινέμω < ἐπί + νέμω
Ρήμα επεξεργασία
επινέμω
- (σπάνιο) διαμοιράζω
- ※ επινέμω αγαθά
Συγγενικά επεξεργασία
- επινεμητικός
- επινέμηση
- → δείτε τις λέξεις επί και νέμω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επινέμω
|