επινέμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επινέμηση | οι | επινεμήσεις |
γενική | της | επινέμησης* | των | επινεμήσεων |
αιτιατική | την | επινέμηση | τις | επινεμήσεις |
κλητική | επινέμηση | επινεμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επινεμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επινέμηση < ελληνιστική κοινή ἐπινέμησις < αρχαία ελληνική ἐπινέμω < ἐπί + νέμω
Ουσιαστικό επεξεργασία
επινέμηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επινέμηση
|