Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλύσιμος η επιλύσιμη το επιλύσιμο
      γενική του επιλύσιμου της επιλύσιμης του επιλύσιμου
    αιτιατική τον επιλύσιμο την επιλύσιμη το επιλύσιμο
     κλητική επιλύσιμε επιλύσιμη επιλύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλύσιμοι οι επιλύσιμες τα επιλύσιμα
      γενική των επιλύσιμων των επιλύσιμων των επιλύσιμων
    αιτιατική τους επιλύσιμους τις επιλύσιμες τα επιλύσιμα
     κλητική επιλύσιμοι επιλύσιμες επιλύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιλύσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

επιλύσιμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία