επιδιδυμίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδιδυμίδα < ελληνιστική κοινή ἐπιδιδυμίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδιδυμίδα θηλυκό
- (ανατομία) περιελιγμένος σωλήνας που βρίσκεται πίσω και πάνω από τους όρχεις και όπου προσωρινά αποθηκεύεται το σπέρμα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδιδυμίδα