επιδιδυμίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδιδυμίτιδα < επιδιδυμίδα + -ίτιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδιδυμίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή της επιδιδυμίδας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδιδυμίτιδα