↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανεκλεγμένος η επανεκλεγμένη το επανεκλεγμένο
      γενική του επανεκλεγμένου της επανεκλεγμένης του επανεκλεγμένου
    αιτιατική τον επανεκλεγμένο την επανεκλεγμένη το επανεκλεγμένο
     κλητική επανεκλεγμένε επανεκλεγμένη επανεκλεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανεκλεγμένοι οι επανεκλεγμένες τα επανεκλεγμένα
      γενική των επανεκλεγμένων των επανεκλεγμένων των επανεκλεγμένων
    αιτιατική τους επανεκλεγμένους τις επανεκλεγμένες τα επανεκλεγμένα
     κλητική επανεκλεγμένοι επανεκλεγμένες επανεκλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επανεκλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επανεκλέγω

επανεκλεγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία