Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανεκδομένος η επανεκδομένη το επανεκδομένο
      γενική του επανεκδομένου της επανεκδομένης του επανεκδομένου
    αιτιατική τον επανεκδομένο την επανεκδομένη το επανεκδομένο
     κλητική επανεκδομένε επανεκδομένη επανεκδομένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανεκδομένοι οι επανεκδομένες τα επανεκδομένα
      γενική των επανεκδομένων των επανεκδομένων των επανεκδομένων
    αιτιατική τους επανεκδομένους τις επανεκδομένες τα επανεκδομένα
     κλητική επανεκδομένοι επανεκδομένες επανεκδομένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανεκδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επανεκδίδω

  Μετοχή επεξεργασία

επανεκδομένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία