επανεκδομένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανεκδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επανεκδίδω
Μετοχή επεξεργασία
επανεκδομένος, -η, -ο
- που έχει επανεκδοθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανεκδομένος
|
επανεκδομένος, -η, -ο
|