επίφυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίφυση | οι | επιφύσεις |
γενική | της | επίφυσης* | των | επιφύσεων |
αιτιατική | την | επίφυση | τις | επιφύσεις |
κλητική | επίφυση | επιφύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπίφυση θηλυκό(και ουδέτερο κωνάριο)
- μεγάλος ενδοκρινής αδένας.
- πληθυντικός οι επιφύσεις, τα 2 άκρα των οστών τα οποία έχουν σπογγώδη μορφή.